-
1 институт
-
2 институт
институ́||тм1. (высшее учебное или научное заведение) ἡ 'Ανωτάτη σχολή, τό Ίνστιτοῦτο[ν]:научно-исследовательский \институт τό Ίνστιτοῦτο ἐπιστημονικών ἐρευνών2. (общественное установление) ὁ θεσμός, τό θέσπισμα -
3 институт
1. (учебное заведение, научное учреждение) η ανωτάτη σχολή, το ανώτατο ίδρυματο Ινστιτούτο2.(социальный) о θεσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > институт
-
4 институт
-а α.1. ινστιτούτο.2. παλ. προνομιακό εκπαιδ. μεσαίο ίδρυμα θηλέων, οικοτροφείο θηλέων. -
5 научно-исследовательский
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > научно-исследовательский
-
6 исследовательский
επ.της έρευνας, ερευνητικός•-ая работа ερευνητική εργασία•
институт ινστιτούτο ερευνών.
-
7 лесной
επ.1. δασικός•-ые защитные полосы δασικές προστατευτικές ζώνες•
лесной сторож δασοφύλακας•
лесной пожар πυρκαγιά δάσους•
-ые насаждения δεντροφυτείες•
-ые богатства δασικός πλούτος•
-ая промышленность ξυλοβιομηχανία.
|| δασώδης, δασοσκεπής. || της ξυλείας•лесной склад αποθήκη ξυλείας.
2. δασολογικός•лесной институт ινστιτούτο δασολογίας.
-
8 медицинский
επ.ιατρικός• υγιεινός•-ая помощь ιατρική βοήθεια•
медицинский институт ινστιτούτο ιατρικής•
-ие средства τα φάρμακα•
-ие работники οι υγειονομικοί•
-ое свидетельство πιστοποιητικό γιατρού.
εκφρ.- ая сестра – νοσοκόμα, αδελφή. -
9 научно-исследовательский
επ.επιστημονικο-ερευνητικός•-ая работа εργασία επιστημονικής έρευνας•
научно-исследовательский институт ινστιτούτο επιστημονικών ερευνών.
-
10 правовой
επ.νομικός, του δικαίου•правовой институт ινστιτούτο νομικής (νομική σχολή).
-
11 сельскохозяйственный
επ.της αγροτικής οικονομίας• αγροτικός, γεωργικός• γεωπονικός, της γεωργίας•-ые работы αγροτικές (γεωργικές) δουλειές•
-ая выставка έκθεση αγροτικής οικονομίας•
-ые товары αγροτικά εμπορεύματα (προϊόντα)•
-ая кооперация αγροτικός συνεταιρισμός•
-ая страна αγροτική χώρα•
-ая машина αγροτική μηχανή•
сельскохозяйственный институт ινστιτούτο αγροτικής οικονομίας ή γεωργίας.
-
12 исследовательский
исследова||тельскийприл ἐρευνητικός, τῶν ἐρευνών:\исследовательскийтельская работа ἡ ἐρευνητική ἐργασία· \исследовательскийтельский институт τό 'Ινστιτούτο ἐπιστημονικών ἐρευνῶν. -
13 педагогический
педагог||и́ческийприл παιδαγωγικός:\педагогическийи́ческий техникум τό διδασκαλεῖο[ν]· \педагогическийи́ческий институт τό παιδαγωγικό Ινστιτοῦτο, ἡ ἀνωτάτη παιδαγωγική σχολή. -
14 зачислить
ρ.σ.μ. συμπεριλαβαίνω στον αριθμό, εγγράφω, καταχωρώ (στο μητρώο, κατάλογο κλπ.)• παίρνω•зачислить в институт εγγράφω στο ινστιτούτο•
зачислить в армию κατατάσσω στο στρατό•
зачислить на работу παίρνω στη δουλειά (εγγράφω ως εργάτη)•
зачислить на службу προσλαμβάνω στην υπηρεσία•
зачислить в штат εγγράφω στο προσωπικό.
εγγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.είμαι καταχωρημένος•είμαι γραμμένος. -
15 климатологический
επ.κλιματολογικός•институт κλιματολογικό ινστιτούτο.
-
16 лесотехнический
επ.δασοτεχνικός•лесотехнический институт δασοτεχνικό ινστιτούτο.
-
17 окончить
-чу, -чишьρ.σ.μ.τελειώνω, τερματίζω, περατώνω, περαιώνω• τελειώνω τη δουλειά•скоро вы -ите? γρήγορα θα τελειώσετε;•
окончить институт τελειώνω το ινστιτούτο.
τελειώνω•перерыв -лся το διάλειμμα τέλειωσε•
совещание -лось η σύσκεψη τέλειωσε.
-
18 педагогический
επ.παιδαγωγικός, της παιδαγωγικής ή του παιδαγωγού: педагогический институт παιδαγωγικό ινστιτούτο•-ое училище το διδασκαλείο.
-
19 политехнический
επ.πολυτεχνικός•политехнический институт πολυτεχνικό ινστιτούτο, πολυτεχνείο•политехническийое образование πολυτεχνική μόρφωση.
-
20 попасть
-паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•
пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.
2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•
-под дождь με πιάνει η βροχή•
он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•
попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•
εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;
βρίσκω τυχαία, συναντώ•попасть на след πέφτω σε ίχνος.
3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.
4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.
|| εισάγομαι, μπαίνω•он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.
5. βλ. попасться (2 σημ.).6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.
εκφρ.попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•
он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•
он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.
2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).εκφρ.попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
АРХЕОЛОГИЧЕСКИЙ ИНСТИТУТ В КОНСТАНТИНОПОЛЕ — [Русский археологический ин т в К поле РАИК], первое рус. научное об во по исследованию истории, археологии, искусства христ. Востока за границей. Создание РАИК явилось результатом развития византиноведения в России с сер. XIX в. и его расцвета в … Православная энциклопедия
Греция — У этого термина существуют и другие значения, см. Греция (значения). Греческая Республика Ελληνική Δημοκρατία … Википедия